πολυσχιδής

πολυσχιδής
-ές, ΝΜΑ και πολυσχεδής, -ές, ΜΑ και πολύσχιδος, -ον, Α
1. σχισμένος, χωρισμένος σε πολλά μέρη
2. (κυρίως για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις
νεοελλ.
1. αυτός που εκτείνεται σε πολλά πεδία («πολυσχιδής δράση»)
2. φρ. «πολυσχιδής μυς»
ανατ. μυς του εγκαρσιονωτιαίου συστήματος τής ράχεως, που αποτελείται από πολλά τμήματα, εκτεινόμενα από το ιερό οστό έως τους κατώτερους αυχενικούς σπονδύλους, τα οποία καταφύονται στις ακανθώδεις αποφύσεις όλων τών σπονδύλων, υπερπηδώντας κάθε φορά έναν έως τρεις από αυτούς
μσν.
(για βιβλίο) αυτός που έχει πολλές σελίδες, πολυσέλιδος
αρχ.
1. (για ορισμένα σύκα) ο εντελώς σχισμένος, αυτός που έχει σκάσει και έχει ανοίξει
2. (για τα άκρα τού σώματος) ο χωρισμένος σε δάχτυλα
3. (για γνώμη, άποψη, αυτός που εμφανίζει μεγάλη ποικιλία («πολυσχιδεῖς γνῶμαι», Σέξτ. Εμπ.)
4. σύνθετος
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πολυσχιδῆ
ζώα με δάχτυλα και όχι με χηλές ή με οπλές.
επίρρ...
πολυσχιδώς / πολυσχιδῶς ΝΜΑ, και πολυσχεδῶς ΜΑ
με πολυσχιδή τρόπο
μσν.-αρχ.
με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -σχιδής (< σχίζω*), πρβλ. νεο-σχιδής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυσχιδής — πολύσχιστος split into many parts masc/fem nom sg πολυσχιδής split into many parts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχιδῆ — πολύσχιστος split into many parts neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολύσχιστος split into many parts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολύσχιστος split into many parts masc/fem acc sg (attic epic doric) πολυσχιδής split into… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • πολυσχιδεῖ — πολύσχιστος split into many parts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πολύσχιστος split into many parts masc/fem/neut dat sg πολυσχιδής split into many parts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πολυσχιδής split into many parts… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχιδεῖς — πολύσχιστος split into many parts masc/fem acc pl πολύσχιστος split into many parts masc/fem nom/voc pl (attic epic) πολυσχιδής split into many parts masc/fem acc pl πολυσχιδής split into many parts masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχιδές — πολύσχιστος split into many parts masc/fem voc sg πολύσχιστος split into many parts neut nom/voc/acc sg πολυσχιδής split into many parts masc/fem voc sg πολυσχιδής split into many parts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MAEANDER vulgo MADRE — MAEANDER, vulgo MADRE fil. Terrae et Oceani, pater Cyanes, quae Caunum et Biblida genuit, secundum Poetas. Fluvius ingens Asiae, in Phrygia magna, ex Aulocrene fonte oriens, obli queque adeo fluens, ut in se ipsum recurrere videatur, 600.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… …   Dictionary of Greek

  • δεκασχιδής — ές ο διαιρεμένος ή σχισμένος σε δέκα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + σχιδής < σχίζω (πρβλ. ακροσχιδής, πολυσχιδής)] …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”